συμβιωτῶν

συμβιωτῶν
συμβιωτής
one who lives with
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμβιωτής — ὁ, ΜΑ [συμβιῶ, ώνω] μσν. μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλο («συμβιωτής ἀδελφός») αρχ. 1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.) 2. ευνοούμενος τού βασιλιά ή τού αυτοκράτορα τής Ρώμης 3. μέλος εταιρείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”